πραγματάκι

πραγματάκι
babiole

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • πραγματάκι — και πραματάκι, το, Ν [πράγμα, ατος] υποκορ. τού πράγμα …   Dictionary of Greek

  • πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …   Dictionary of Greek

  • πραματάκι — το, Ν βλ. πραγματάκι …   Dictionary of Greek

  • Ντοντέ — (Daudet). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων συγγραφέων. 1. Αλφόνς (Alphonse, Νιμ 1840 – Παρίσι 1897). Άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία στην ποίηση και στο θέατρο, κι έπειτα συνεργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες. Το βιβλίο που ανέδειξε τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”